- σκαλαρία
- (scalaria). Μικρό γαστερόποδο μαλάκιο της οικογένειας των Σκαλαριδών ή Σκαλιδών, της τάξης των μονωτοκάρδων ή κτενοβραγχίων. Ζει στη θάλασσα και είναι σαρκοφάγο. Το όστρακο του, μήκους 3 περίπου εκ., είναι πυργοειδές και σε κάθε σπείρα έχει διάφορες ανάγλυφες νευρώσεις πολύ αναπτυγμένες, που του προσδίνουν κομψή εμφάνιση. Το μαλάκιο αυτό, που ζει και στη Μεσόγειο, έχει μια μικρή συσταλτή προβοσκίδα, πλοκάμους μάλλον μακρούς και ένα βράγχιο.
Σε ένα συγγενικό είδος που ζει στις τροπικές θάλασσες δόθηκε το επιστημονικό όνομα σ. η πολύτιμη (scalaria presiosa) γιατί, κάποτε, το θεωρούσαν πολύ σπάνιο. Το όστρακο του είναι όμοιο στο σχήμα με κείνο του είδους που προαναφέραμε, αλλά μεγαλύτερο κατά 2 περίπου εκ. και με χρώμα λευκό προς το οπάλινο, γεγονός που το κάνει περιζήτητο από τους συλλέκτες. Απολιθώματα του γένους σκαλαρία έχουν βρεθεί σε κρητιδικά πετρώματα και σε κείνα των μεταγενέστερων περιόδων. Υπάρχουν άλλωστε μερικά είδη σκαλαριδών που χρονολογούνται απ’ το σιλούριο, δηλαδή εδώ και 350 περίπου εκατομμύρια χρόνια.
Το γαστερόποδο σκαλαρία.
* * *η, Νζωολ. γένος μαλακίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scalaria < λατ. scalaris < scala «κλίμακα», λόγω τής ομοιότητας τού κελύφους τού ζώου με σκάλα].
Dictionary of Greek. 2013.